πρόβα

πρόβα
ἡ, ΜΝ
δοκιμή, ιδίως ενδύματος
νεοελλ.
1. δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου
2. φρ. «πρόβα τζενεράλε» — η τελευταία γενική δοκιμή πριν από την παράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prova < λατ. probo «δοκιμάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόβα — η (λ. ιταλ.), δοκιμή ή δοκιμαστική εκτέλεση: Πάω στο ράφτη για πρόβα. – Η φιλαρμονική έχει πρόβες κάθε Τετάρτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόβα — προβαίνω step forward aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάσαις — προβά̱σαις , προβαίνω step forward aor part act fem dat pl (attic epic ionic) προβά̱σαις , προβαίνω step forward aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) προβά̱σαις , προβαίνω step forward aor opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβατε — πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor ind act 2nd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάλαι — προβά̱λαῑ , προβάλλω throw aor opt act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάλομεν — προβά̱λομεν , προβάλλω throw aor subj act 1st pl (epic doric) προβάλλω throw aor ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάς — προβά̱ς , προβαίνω step forward aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβαθ' — πρόβατα , πρόβατον cattle neut nom/voc/acc pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd pl πρόβᾱθι , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd sg (doric) πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor ind act 2nd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάρω — Ν 1. κάνω πρόβα, δοκιμάζω («πρόβαρα το πανταλόνι να δω αν μού κάνει») 2. ναυτ. πλευρίζω σε προκυμαία ή σε άλλο πλοίο, παραβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. provare (βλ. λ. πρόβα)] …   Dictionary of Greek

  • πρόβειος — α, ο / πρόβειος, εία, ον, ΝΜΑ, και πρόβιος, α, ο, Ν, πρόβαιος, ον, Μ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, ο προβατήσιος 2. αυτός που προέρχεται από το πρόβατο («πρόβειο γιαούρτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρόβ ειος / πρόβ ιος έχει σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”